critical | |
gen. | κρίσιμη; κρίσιμο; κρίσιμος |
item | |
comp., MS | στοιχείο |
fin. | θέση |
fin. econ. | θέση του προϋπολογισμού |
IT | ιδιοχαρακτηριστικό; στοιχείο |
law | αποδεικτικό έγγραφο |
med. | οντότητα |
| |||
κρίσιμη; κρίσιμο; κρίσιμος | |||
English thesaurus | |||
| |||
crit. | |||
cr |
critical: 319 phrases in 31 subjects |