corrective action | |
astronaut. transp. | διορθωτική ενέργεια |
econ. | διορθωτικά μέτρα πολιτικής |
nucl.phys. | διορθωτική δράση; διορθωτική επενέργεια |
letter | |
commun. | επιστολή; υπηρεσιακή αλληλογραφία για συγκεκριμένη χρήση |
comp., MS | επιστολή |
IT tech. | γράμμα |
corrective action: 4 phrases in 3 subjects |
Finances | 2 |
Materials science | 1 |
Medical | 1 |