conventional | |
gen. | συμβατική; συμβατικό |
IT gen. | Συμβατικός |
anneal | |
earth.sc. met. el. | επαναφορά |
industr. construct. met. | ανοπτώ |
annealing | |
el. | αποσκλήρυνση με πυράκτωση |
industr. construct. chem. | ανόπτηση |
industr. construct. met. | ανόπτησις |
med. | υβριδοποίηση νουκλεϊκών οξέων |
| |||
συμβατική; συμβατικό | |||
Συμβατικός | |||
συμβατικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
conv; convl; cvtl |
conventional: 165 phrases in 30 subjects |