rolling | |
chem. | έλαση; Kατσάρωμα |
IT | κατακόρυφη εκτύλιξη |
leath. | κυλίνδρισμα; συμπίεση |
textile | εξέλαση; τύλιγμα |
transp. | κυλίνδρωση; περιστροφή ως προς το διαμηκή άξονα; περιστροφή ως προς τον άξονα της γραμμής |
English thesaurus | |||
| |||
ctld | |||
con |
controlled: 454 phrases in 37 subjects |