DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
consolidation [kən'sɔlɪ'deɪʃ(ə)n] n
account. ενοποίηση επιχειρήσεων
busin., labor.org., account. ενοποίηση των λογαριασμών
commun. συγκέντρωση και προώθηση ταχυδρομείου
construct. σταθεροποίηση; αντοχή του κονιάματος
environ. Συγκέντρωση
fin. εμπέδωση; ενοποίηση
law κωδικοποίηση; ανεπίσημη ενοποίηση; ενοποίηση του κειμένου νομοθετικών πράξεων; ερμηνευτική κωδικοποίηση; συντονιστική κωδικοποίηση
law, forestr. Συμπληρωματική διάταξη ανακατάταξη
life.sc., el. συνίζησις
med. επούλωση κατάγματος; στερέωσις; στερεοποίησις; πύκνωση
polit., law συναφείς αγωγές; συνεκδίκαση συναφών υποθέσεων
tech., construct. συμπαγοποίηση' στερεοποίηση
transp., construct. καθίζηση; στερεοποίηση
 English thesaurus
consolidation [kən'sɔlɪ'deɪʃ(ə)n] n
mil., abbr. cons
consolidation: 119 phrases in 18 subjects
Accounting3
Agriculture4
Construction4
Economy31
Electronics1
Environment2
Finances12
Forestry1
General12
Human rights activism2
Information technology7
Labor law1
Law21
Life sciences3
Marketing5
Medical1
Microsoft3
Transport6