computer-aided learning | |
IT | εκμάθηση με υπολογιστή ; μάθηση με τη βοήθεια υπολογιστή |
machine | |
forestr. | μηχάνημα |
mech.eng. | ανυψωτικός μηχανισμός ανελκυστήρα; επεξεργάζομαι; κατεργάζομαι μηχανικά |
machining | |
chem. | βιομηχανική κατεργασία |
commun. | εκτύπωση; τράβηγμα; τύπωμα |
computer-aided learning: 2 phrases in 1 subject |
Information technology | 2 |