computer operator | |
lab.law. | χειριστής ηλεκτρονικών υπολογιστών; χειριστής υπολογιστού |
manual | |
gen. | χειροκίνητη; χειροκίνητο; χειροκίνητος |
| |||
χειριστής ηλεκτρονικών υπολογιστών; χειριστής υπολογιστού |
computer operator: 3 phrases in 2 subjects |
General | 1 |
Information technology | 2 |