| |||
μίγμα | |||
ένωση | |||
χημική ένωση | |||
ελαστικό άκρων καπακιών | |||
μίγμα ελαστικού; παρασκευάζω μίγμα; συμμιγνύω; προετοιμασία; σύνθεση | |||
χρηματικός συμβιβασμός | |||
μηχανή σύνθετης διέγερσης | |||
υλικό στίλβωσης | |||
| |||
σύνθετη λέξη; σύνθετο | |||
| |||
ανατοκισμός; κέρδη επί κερδών | |||
English thesaurus | |||
| |||
comp; cpd | |||
cp. | |||
on | |||
comp.; cpd. | |||
cmpd; compd |
compound: 580 phrases in 35 subjects |