English |
French |
composition | |
agric. | σύνθεσις |
chem. | χημική σύνθεση |
econ. | δικαστικός διακανονισμός |
law market. | πτωχευτικός συμβιβασμός; συμβιβασμός με πιστωτές |
explosive | |
coal. chem. | εκρηκτική ύλη; εκρηκτικό |
econ. | εκρηκτικές ύλες |
| |||
σύνθεσις | |||
χημική σύνθεση | |||
δικαστικός διακανονισμός | |||
πτωχευτικός συμβιβασμός; συμβιβασμός με πιστωτές | |||
σύνθεση; σύσταση | |||
English thesaurus | |||
| |||
compo | |||
on | |||
comp. | |||
comp; compos; compsn |
composition: 152 phrases in 33 subjects |