complementary | |
gen. | συμπληρωματική; συμπληρωματικό |
service provider | |
commun. | παρέχων υπηρεσίες; προμηθευτής υπηρεσιών |
commun. IT | Πάροχος Υπηρεσιών Ίντερνετ |
comp., MS | υπηρεσία παροχής |
IT | παροχέας υπηρεσιών; φορέας παροχής υπηρεσιών; φορέας που παρέχει υπηρεσίες |
| |||
συμπληρωματική; συμπληρωματικό | |||
συμπληρωματικός |
complementary: 94 phrases in 28 subjects |