| |||
αποζημίωση; αμοιβή | |||
αποζημίωση/αντιστάθμιση/αντιρρόπηση | |||
αντισταθμιστικές αποζημιώσεις | |||
συσκευή ισοστάθμισης | |||
αντιρρόπηση; αντιστάθμιση; συμψηφισμός | |||
| |||
αποζημίωση για βλάβες | |||
| |||
αντιστάθμιση | |||
English thesaurus | |||
| |||
comp | |||
compo | |||
comp. | |||
abc; automatic bass | |||
compen; compt | |||
| |||
C |
compensation: 298 phrases in 39 subjects |