DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
verb | noun | to phrases
collar v
chem. δακτυλίδι κεντραρίσματος του λαιμού
chem., el. στήριγμα λήπτη
fin. συμβόλαιο επιτοκίων τύπου collar; ταυτόχρονη αγορά κατώτατου και πώληση ανώτατου πλαφόν αξίας κεφαλαίου
industr., construct. κολλάρο
mech.eng. περιαυχένιον; κολάρο; κολάρο αποσύμπλεξης; κολάρο συμπλέκτη
mun.plan. περιδέραιο
transp., construct. δακτύλιος; στεφάνη
collado v
environ. βαρομετρικός λαιμός
 Spanish thesaurus
collar m
fin. collar
collar: 42 phrases in 10 subjects
Agriculture6
Chemistry2
Coal1
Construction2
Electronics1
Industry7
Mechanic engineering7
Medical10
Social science1
Transport5