DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
noun | adjective | to phrases
codo m
industr., construct., met. κάμψη
codo adj.
gen. ακμή; ασυνέχεια γάστρας
agric. αγκώνας; γόνατο; ταρσός
agric., mech.eng. καμπύλη
el. καμπή διπολικής χαρακτηριστικής; καμπή χαρακτηρικής FET
hobby, agric. καμπύλη του αγκιστριού
mech.eng. καμπύλη μικρής ακτίνας; κεκαμμένος σωλήνας; λυγισμένος σωλήνας; σωλήνας με γωνία; κομβίο στροφάλου
met. πτύχωση
coda adj.
math. γραμμή αναμονής; Ουρά
codo: 53 phrases in 14 subjects
Agriculture4
Chemistry7
Coal1
Earth sciences1
Electronics11
Forestry1
General1
Industry2
Life sciences1
Mechanic engineering6
Medical12
Metallurgy2
Technology2
Transport2