chemic | |
industr. construct. | διάλυμα υποχλωριώδους οξέος; λευκαίνω |
chemical | |
gen. | χημική; χημικά προϊόντα |
environ. | χημική ουσία; χημικό |
forestr. | χημικό |
med. | χημικός |
nat.sc. industr. chem. | χημική ουσία; χημικό προϊόν |
demineralization | |
environ. | αποσκλήρυνση του νερού |
| |||
χημική | |||
χημικό | |||
χημικός | |||
| |||
χημικές ουσίες | |||
| |||
χημικά προϊόντα | |||
χημική ουσία/χημικός | |||
χημική ουσία; χημικό προϊόν | |||
| |||
διάλυμα υποχλωριώδους οξέος; λευκαίνω | |||
| |||
χημική ουσία; χημικό (ς) | |||
English thesaurus | |||
| |||
chem. | |||
chem; cml | |||
| |||
Engineers | |||
| |||
CHIP (Yeldar Azanbayev) |
chemical: 845 phrases in 41 subjects |