central | |
gen. | κεντρική; κεντρικό |
depot | |
commer. | χώρος αποθήκευσης |
fin. | αποθήκη; επιχείρηση διανομής που διαθέτει την απαιτούμενη επαγγελματική εξειδίκευση |
| |||
κεντρική; κεντρικό | |||
κεντρικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
cen; cent | |||
ctl; ctr | |||
| |||
Cochrane Central Register Of Controlled Trials |
central: 930 phrases in 57 subjects |