DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
centile ['sεntaɪl] n
math. δεκατημόριο; ποσοστιαίο σημείο
stat. εκατοστημόριο; εκατοστό; εκατοστιαία τιμή
stat., scient. εκατοστημόρια