| |||
φαράγγι | |||
| |||
καλάμι | |||
ραβδόγλυφα; ετήσιοι δακτύλιοι (κορμού δέντρου); καλαμιώνας; ραβδόγλυφα/ετήσιοι δακτύλιοι κορμού δέντρου/καλαμιώνας; ραβδόγλυφα/ετήσιοι δακτύλιοι κορμού δέντρου/καλαμιώνας | |||
στέλεχος | |||
πόδημα; το επάνω μέρος της μπότας; γάμπα μπότας; ψίδια μπότας; περικνήμιο μπότας; περισφύριο τμήμα υποδήματος | |||
καλόττα; τσιμπούκι; υαλουργικός αυλός | |||
φορτάκι; φτέρνα | |||
ζαχαροκάλαμο; ζαχαροκόλαμο | |||
κερκίδα | |||
οίαξ λέμβου; άτρακτος άγκυρας | |||
| |||
στοά |
cañó: 64 phrases in 18 subjects |