DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
butt-welding
met. συγκόλληση άκρη με άκρη; συγκόλληση κατ'άκρον
butt weld ['bʌtweld]
gen. εσωραφή συγκολλήσεως; εσωρραφή. αντικρυστή συγκόλληση. κατά κεφαλήν συγκόλληση
met. συγκόλληση άκρων; συγκόλληση άκρη με άκρη; συγκόλληση κατ'άκρον
butt welding
el. θερμοσυγκόλληση άκρων
transp. συγκόλληση κατ'άκρον; συγκόλληση κατά κεφαλή
butt-welding: 52 phrases in 5 subjects
Chemistry2
Electronics2
General7
Industry18
Metallurgy23