|
|
med. |
κάμψη (flexio); λύγισμα (flexio) |
|
|
chem. |
αναδίπλωση των άκρων |
earth.sc., mater.sc., el. |
καμπτική καταπόνηση; καταπόνηση κάμψεως; καταπόνηση σε κάμψη |
earth.sc., met. |
λυγισμός; δίπλωμα |
industr., construct., met. |
κύρτωση σε επίπεδο γυαλί; κύρτωσησε σωλήνες |
mech.eng. |
εργασία τοξοειδούς κάμψης; κάμψη |
med. |
αγκωνιοειδής καμπή; αγκωνιοειδής παράκαμψις |
|
|
agric. |
δέσιμο; κόμπος; σύνδεσμος |
agric., mech.eng. |
καμπύλη |
chem. |
μπορντούρα |
fish.farm. |
αγκώνας αγκιστριού |
hobby, agric. |
καμπύλη του αγκιστριού |
industr., construct. |
βοδινό δέρμα |
industr., construct., met. |
κύρτωση |
med. |
κάμψη |
|
|
mech.eng. |
κάμπτω; λυγίζω |
met. |
κυρτώνω |
|
|
construct. |
γεφύρωμα ενός προβλήτα |
|
|
med. |
νόσος των δυτών; νόσος των άκρων και της κοιλίας σαν αποτέλεσμα της ταχείας μειώσεως της ατμοσφαιρικής πιέσεως; νόσος των αεροπόρων |
|
|
transp., construct. |
πλαίσιο του κατασκευαστικού γεφυρώματος; ομάδα πασσάλων |
|
|
agric., el. |
αγριάδα (Agrostides, Agrostis) |