German |
autosomal | |
med. life.sc. | αυτοσωματικός |
dominant | |
gen. | κυρίαρχη; κυρίαρχο |
econ. pharma. | κυρίαρχος |
health. | δείκτης καθορίζων τον χρόνον εκθέσεως |
med. | επικρατών; υπερισχύων; επικρατής |
nat.sc. | υπερέχων ή επικρατής κυρίαρχος |
| |||
αυτοσωματικός |
autosomal dominant: 2 phrases in 1 subject |
Medical | 2 |