attitude | |
gen. | στάση |
commun. transp. | στάση αεροσκάφους σε πτήση |
earth.sc. transp. | θέση |
med. | η θέση του σώματος; η θέση των διαφόρων μελών του εμβρύου μεταξύ τους |
transp. | θέση αεροσκάφους; θέση-προσανατολισμός; στάση αεροσκάφους |
set | |
industr. construct. | διαμορφωτικό σφυρί |
| |||
θέση | |||
θέση πτήσης | |||
| |||
στάση | |||
στάση αεροσκάφους σε πτήση | |||
η θέση του σώματος; η θέση των διαφόρων μελών του εμβρύου μεταξύ τους | |||
θέση αεροσκάφους; θέση-προσανατολισμός; στάση αεροσκάφους | |||
στάση πτήσης | |||
English thesaurus | |||
| |||
Active Teens Taking Initiative To Understand Driving Experiences | |||
| |||
Way of thinking, behaving, feeling, etc. |
attitude: 121 phrases in 15 subjects |