blocking | |
chem. | φράξιμο |
industr. construct. chem. | Eπένδυση της λεκάνης του κλιβάνου |
industr. construct. met. | αναβρασμός; μπλοκάρισμα; πρόχειρη επισκευή; στερέωση του γυαλιού για επεξεργασία |
met. | κόλλημα; συγκόλληση |
nat.sc. industr. | εμπλοκή |
stat. commun. scient. | συμφόρηση |
thyristor | |
transp. el. | θυρίστορ |
asymmetrically: 1 phrase in 1 subject |
Electronics | 1 |