aperture | |
commun. | άνοιγμα κεραίας; επιφάνεια ακτινοβολίας κεραίας; στόμιο κεραίας |
commun. el. | διάμετρος κηλίδας |
IT | Άνοιγμα |
med. | στόμιο; όστιο; άνοιγμα; οπή; τρήμα |
distribution | |
med. | κατανομή |
aperture distribution: 4 phrases in 1 subject |
Electronics | 4 |