anhydrite | |
chem. | ανυδρίτης |
stringer | |
gen. | γραμμή εγκλεισμάτων |
agric. | συνοχεύς,αμφιδέτης |
construct. | σκαλομέρι; δοκός ζεύξεως; κλιμακόπλευρο; μηκίδα |
met. | εγκλείσματα σε μορφή συνεχούς γραμμής |
nucl.phys. | δέσμη στοιχείων πυρηνικού καυσίμου |
| |||
ανυδρίτης |