aircraft | |
econ. | αεροσκάφος |
surveillance | |
gen. | συνεχής παρατήρηση,συνεχής επαγρύπνιση,συνεχής παρακολούθηση |
econ. | προφυλάκιση |
environ. | Επιτήρηση; επιτήρηση/επαγρύπνηση; παρακολούθηση; επαγρύπνηση |
law insur. commun. | έλεγχος' επιτήρηση |
aircraft surveillance: 1 phrase in 1 subject |
General | 1 |