| |||
ωρίμανση; παλαίωση | |||
Πήξη στερεοποίηση | |||
γηρασμός; χρόνος αποθήκευσης | |||
γήρανση του τρανζίστορ; ζωή; γήρανση κρυστάλλου | |||
γήρας; γηρατειά; κατάταξη κατά ηλικία | |||
ωρίμαση | |||
μεταβολή των προστατευτικών ιδιοτήτων λόγω παλαίωσης | |||
Γήρανση | |||
γήρανση | |||
English thesaurus | |||
| |||
ageing |
ageing: 107 phrases in 18 subjects |