French |
admission | |
gen. | είσοδος |
immigr. | εισδοχή |
law | αποδοχή |
law immigr. | είσοδος στην εθνική επικράτεια; είσοδος στην επικράτεια; είσοδος στο έδαφος της χώρας; είσοδος στο εθνικό έδαφος |
| |||
είσοδος | |||
εισδοχή | |||
αποδοχή | |||
είσοδος στην εθνική επικράτεια; είσοδος στην επικράτεια; είσοδος στο έδαφος της χώρας; είσοδος στο εθνικό έδαφος | |||
| |||
εισαγωγή ατμού | |||
English thesaurus | |||
| |||
adm (госпитализация, поступление в стационар kat_j) | |||
of claim -> | |||
declaration, disclosure of facts, an acknowledgment that something is true; Saying that certain facts are true. But not saying you are guilty | |||
adm |
admission: 139 phrases in 22 subjects |