adjustable | |
med. | ρυθμιζόμενος; διευθετήσιμος |
range | |
gen. | κυμαίνομαι |
commun. industr. construct. | απόσταση |
comp., MS | περιοχή; εύρος |
industr. construct. | λωρίδα από κρουπόν; ταινία από κρουπόν |
transp. | βάση απογείωσης |
| |||
ρυθμιζόμενος; διευθετήσιμος | |||
English thesaurus | |||
| |||
adj (регулируемый Углов) |
adjustable: 201 phrase in 23 subjects |