actuator | |
el. | μετατροπέας σήματος; ενεργοποιητής |
IT | μηχανισμός τοποθέτησης |
mech.eng. | κινητήρας ελέγχου; κινητήριος γρύλος συστήματος ελέγχου |
drive | |
gen. | οδηγός; οδηγώ |
comp., MS | μονάδα δίσκου |
actuator drive: 1 phrase in 1 subject |
Mechanic engineering | 1 |