DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
abanderado v
transp. σηματωρός; σημαιοφόρος υπάλληλος κάλυψης ομάδας γραμμής; σημαιοφόρος υπάλληλος κάλυψης συνεργείου γραμμής