DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Zwangsmassnahme f
crim.law., law μέτρο καταναγκασμού
law μέτρο εξαναγκασμού; μέτρο επιβολής
UN αναγκαστικά μέτρα; εξαναγκαστικά μέτρα
Zwangsmaßnahmen f
immigr. πρακτική αναγκαστικού περιορισμού
law, fin. μέτρα επιβολής
Zwangsmaßnahme f =, -n
law μέτρο εξαναγκασμού
Zwangsmassnahme: 4 phrases in 3 subjects
Fish farming pisciculture1
General2
Law1