DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Windkraftanlage f
el. σταθμός αιολικής ενέργειας; αιολικός σταθμός
energ.ind., mech.eng. αιολικός κινητήρας; κινητήρας που λειτουργεί με τη δύναμη του ανέμου
min.prod., mech.eng. γεννήτρια αιολικής ισχύος; αερογεννήτρια; αιολική ηλεκτρογεννήτρια; αιολικός στρόβιλος; ανεμογεννήτρια; ανεμοκινητήρας; ανεμομηχανή
Windkraftanlage: 11 phrases in 3 subjects
Energy industry4
General4
Mechanic engineering3