DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Windenergieanlage m
el. σταθμός αιολικής ενέργειας
environ. αιολικός σταθμός; αιολικός σταθμός παραγωγής ενέργειας
min.prod., mech.eng. αερογεννήτρια; αιολική ηλεκτρογεννήτρια; αιολικός στρόβιλος; ανεμογεννήτρια; ανεμοκινητήρας; ανεμομηχανή; γεννήτρια αιολικής ισχύος
Windenergieanlage: 1 phrase in 1 subject
Energy industry1