English |
identification | |
gen. | εξακρίβωση ταυτότητας |
Canada comp., MS | είσοδος; ετικέτα |
chem. | καθορισμός ταυτότητας |
commun. | προσδιορισμός ταυτότητας |
commun. IT | εξακρίβωση; προσδιοριστικά χαρακτηριστικά |
econ. nat.sc. agric. | αναγνώριση; ταυτοποίηση |
Vehicle: 1 phrase in 1 subject |
Transport | 1 |