upper | |
gen. | ανώτερη; ανώτερο; ανώτερος |
industr. construct. | επάνω μέρος υποδήματος |
textile | επάνω μέρος |
ordovician | |
med. | ορδοβίκιος; ορδοβίκιο; ορδοβίκιος περίοδος |
| |||
επάνω μέρος υποδήματος | |||
επάνω μέρος | |||
| |||
επάνω δέρμα; πανώδερμα | |||
| |||
ανώτερη; ανώτερο; ανώτερος | |||
English thesaurus | |||
| |||
up | |||
UPPR; UPR | |||
stimulant narcotic |
Upper: 347 phrases in 36 subjects |