suckling | |
health. food.ind. | θηλασμός; μικρό που θηλάζει |
med. | βρέφος; θηλάζον βρέφος; θηλασμός; γαλουχία; βύζαγμα; γαλακτισμός |
mouse | |
mamm. | σταχτοποντικός |
| |||
βρέφος; θηλάζον βρέφος; θηλασμός; γαλουχία; βύζαγμα; γαλακτισμός | |||
βρεφικός θηλασμός | |||
| |||
θηλασμός (lactatio); μικρό που θηλάζει (lactatio) | |||
νήπιο ηλικίας μικρότερης του ενός έτους; βρέφος που θηλάζει |
Suckling: 15 phrases in 2 subjects |
Agriculture | 14 |
Natural sciences | 1 |