DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Stiel m -(e)s, -e
agric. κεντρικός άξονας; ράχη; ράχις; ραχοκοκκαλιά του σταφυλιού
industr., construct., met. γάμπα; ποδαράκι ποτηρικών
mech.eng. εγκάρσιο στυλίδιο; εγκάρσια δοκίδα
med. στέλεχος
transp., mech.eng. στυλίδιο; αντηρίδα
stiel m
met. χειρολαβή
Stiel v -(e)s, -e
med. κοτσάνι; μίσχος; ποδίσκος; κοντάρι; κορμός; βλαστός; στύπος; μίσχος μύκητα
Stiel- v
med. μισχικός; μισχοειδής
Stiel: 21 phrases in 4 subjects
Agriculture4
Industry6
Medical3
Natural sciences8