specific | |
gen. | συγκεκριμένος; συγκεκριμένη; συγκεκριμένο |
purpose | |
gen. | σκοπός |
payment | |
econ. | πληρωμή |
fin. | πράξεις πληρωμής; διακανονισμός αξίας; εξόφληση; καταβολή |
| |||
συγκεκριμένος | |||
ειδικός | |||
| |||
συγκεκριμένη; συγκεκριμένο | |||
English thesaurus | |||
| |||
volume |
Specific Purpose: 8 phrases in 5 subjects |
Agriculture | 1 |
Economy | 3 |
Education | 1 |
Finances | 2 |
Life sciences | 1 |