DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | adjective | to phrases
Schäften m
industr., construct. ξυλοσύνθεσις κωνική,ένωσις μετ'εφαρμογής,σύνθεσις φάλτσο,συναρμολόγησις λοξή,μανδάρισμα,κωνικός αρμός,λοξή ένωσις
Schaft adj. -(e)s, Schäfte
agric., industr., construct. Κορμός
construct. κατακόρυφο σώμα
fish.farm. λαβή αγκιστριού
industr., construct. περικνήμιο μπότας; περισφύριο τμήμα υποδήματος; κάτω άκρον
mech.eng. στέλεχος συγκράτησης; στέλεχος εργαλείου τόρνευσης; στέλεχος συγκράτησης τρυπανιού; ακοχλιοτόμητο μέρος; ελεύθερο μέρος
med. στέλεχος; κορμός; κοντάρι
mun.plan. κοντή λαβή
schaft adj.
gen. άτρακτος
Schaft: 35 phrases in 10 subjects
Chemistry2
Forestry2
General1
Industry17
Leather2
Mechanic engineering5
Microsoft1
Technology3
Textile industry1
Transport1