DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Saisonspeicher m
el., construct. εγκατάσταση εποχιακής αποθήκευσης
life.sc., el. ταμιευτήρας εποχιακής βάσης; ταμιευτήρας εποχιακής ρύθμισης