shunt | |
construct. | συλλεκτήριος αγωγός; συλλεκτήριος αεραγωγός; συγκεντρωτικός αγωγός |
earth.sc. environ. | δόνηση κατά την διεύθυνση του άξονα χ |
el. | σύνδεση εν παραλλήλω; παράλληλη αντίσταση |
mech.eng. el. | μηχανή παράλληλης διέγερσης |
tech. | παρακαμπτήρια δίοδος by-pass |
shunting | |
fin. tax. | τριγωνική συναλλαγή |
English thesaurus | |||
| |||
Permissive Overreach Transfer Trip | |||
permissive overreaching transfer trip protection | |||
| |||
pottery |
Pott's: 4 phrases in 1 subject |
Medical | 4 |