poison | |
environ. | δηλητήριο |
med. | δηλητήριο; δηλητηριάζω δηλητηρίασα; φαρμάκι |
poisoning | |
environ. | δηλητηρίαση |
med. | δηλητηρίαση |
| |||
δηλητήριο; δηλητηριάζω δηλητηρίασα; φαρμάκι | |||
| |||
δηλητήρια; τοξικά; τοξικές ουσίες | |||
| |||
δηλητήριο | |||
| |||
δηλητηρίαση | |||
| |||
δηλητηρίαση | |||
English thesaurus | |||
| |||
pois | |||
poi |
Poisons: 163 phrases in 17 subjects |