ordovician | |
med. | ορδοβίκιος; ορδοβίκιο; ορδοβίκιος περίοδος |
Time | |
comp., MS | χρόνος |
time | |
gen. | χρονομετρώ; χρόνος |
comp., MS | ώρα |
environ. | χρόνος/καιρός/ώρα/φορά/χρονικό διάστημα |
timing | |
fin. | επιλογή της κατάλληλης χρονικής στιγμής; επιλογή χρονικού σημείου επέμβασης |
| |||
ορδοβίκιος; ορδοβίκιο; ορδοβίκιος περίοδος | |||
English thesaurus | |||
| |||
Ord |
Ordovician: 2 phrases in 1 subject |
Medical | 2 |