Nutzleistung | |
el. | ισχύς τόξου; οφέλιμη χωρητικότητα; απόδοση βολταϊκού τόξου; ισχύς βολταϊκού τόξου |
energ.ind. industr. | καθαρή ισχύς |
industr. | ισχύς του κινητήρα |
mech.eng. | χρησιμοποιήσιμη ισχύς |
das Pumpen | |
agric. mech.eng. | άντλησις |
Nutzleistung: 5 phrases in 3 subjects |
Communications | 3 |
Electronics | 1 |
Mechanic engineering | 1 |