modular | |
commun. | δομοστοιχειωτός; αρθρωτός' δομοστοιχειωτός |
electrocardiogram | |
med. | ηλεκτροκαρδιογράφημα; ΗΚΓ |
Analysis | |
gen. | Ανάλυση |
analysis | |
environ. | ανάλυση |
life.sc. | ανάλυση καιρού |
market. | λεπτομερής λογιστική ανάλυση |
System | |
comp., MS | Σύστημα |
| |||
δομοστοιχειωτός; αρθρωτός' δομοστοιχειωτός | |||
αποτελούμενο από στοιχειώδη μέρη | |||
English thesaurus | |||
| |||
mod | |||
modu |
Modular: 62 phrases in 17 subjects |