Mischungsverhältnis | |
chem. | λόγος μίξης |
Luft | |
gen. | αναλογία αέρα προς καύσιμο; αναλογία αέρος / καυσίμων; ποσοστό αέρος / καυσίμων; σχέση αέρος / καυσίμων |
med. | ατμόσφαιρα; αέρας |
Wasserdampf | |
med. | ατμός |
| |||
λόγος μίξης | |||
αναλογία μίγματος; λόγος ανάμιξης |
Mischungsverhältnis: 3 phrases in 2 subjects |
Environment | 2 |
Finances | 1 |