DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Kopfhörer m -s, =
gen. ακουστικά αυτιών
commun. ακουστικό με διάταξη σύσφιξης γύρω από το κεφάλι; κράνος με ακουστικά; ακουστικά κεφαλής
comp., MS ακουστικό
el. ακουστικό κεφαλής; σύστημα κεφαλής; κράνος με ραδιοεπικοινωνία; μικρόφωνο-ακουστικό κεφαλής
transp., avia. ακουστικά
Kopfhörer: 18 phrases in 3 subjects
Communications7
Electronics9
Medical2