DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Konnektor m
econ., work.fl. αποπομπή διαγράμματος οργάνωσης
med. συνδέτης; νευρικό κέντρο που συνδέει το κεντρομόλο με το φυγόκεντρο νεύρο του νευρικού τόξου
work.fl. σύνδεσμος; ενδοοψικός σύνδεσμος
Konnektor: 3 phrases in 3 subjects
General1
Mechanic engineering1
Microsoft1