DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Kipphebel m -s, =
agric. μοχλός ρύθμισης της κλίσης του μαχαιριού
mech.eng. ζύγωθρο; συσκευή απομανδάλωσης; "κοκκοράκι"; ζυγός βαλβίδας
met. μοχλός κλίσης
transp., mech.eng. διάταξη εντατήρα; μοχλοβραχίονας
Kipphebel: 2 phrases in 2 subjects
Earth sciences1
Mechanic engineering1