indian | |
gen. | ινδή; ινδική; ινδικό; ινδός; ινδικός |
reserve | |
environ. | απόθεμα, προστατευόμενη περιοχή; απόθεμα, προστατευόμενη περιοχή |
fin. | ποσότητα του αποθέματος; αποθεματικό |
IT | δεσμεύω |
| |||
ινδή; ινδική; ινδικό; ινδός; ινδικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
In; Ind | |||
| |||
Indianapolis |
Indian: 137 phrases in 19 subjects |